Συνολικά, στην Ελλάδα χρειάζονται περίπου 550.000-650.000 μονάδες αίματος το χρόνο με αποτέλεσμα να χρειάζεται να εισάγουμε και από το εξωτερικό (από την Ελβετία). Από αυτές το 20% δίνεται στα 3.000 άτομα με θαλασσαιμία (μεσογειακή αναιμία).
Καθημερινά, στα νοσοκομεία της χώρας μας, απαιτούνται εκατοντάδες μονάδες αίμα για να μεταγγιστούν τραυματίες, ασθενείς με κακοήθειες ή αιματολογικές νόσους, άνθρωποι που υποβάλλονται σε χειρουργεία, σε μεταμόσχευση οργάνων ή μυελού των οστών.
Το έλλειμα σε αίμα δεν είναι ένα απλό στατιστικό δεδομένο. Πρακτικά, σημαίνει αγωνία ασθενών, συγγενών και γιατρών να βρεθεί αίμα, ιδιαίτερα σε περιόδους διακοπών. Αυτό από δεοντολογικής πλευράς είναι απαράδεκτο.
Για να λυθεί το πρόβλημα της ανεπάρκειας, δε φτάνει απλά να αυξηθεί ο συνολικός αριθμός των αιμοδοτών, ώστε να καλυφθεί το αίμα που εισάγουμε. Δεν αρκεί επίσης, η σωστή χρήση του αίματος από την ιατρική κοινότητα και η πρόληψη των τροχαίων (αιμοπροστασία).
Το σημαντικότερο από όλα, είναι, να μετατραπούν οι αιμοδότες που δίνουν αίμα όταν ήδη έχει παρουσιασθεί ανάγκη (αιμοδότες αντικατάστασης) σε τακτικούς.
Παρόλο που στη χώρα μας έχουμε πρωτιά σε αριθμό εθελοντών αιμοδοτών μόνο λίγο παραπάνω από τους μισούς εθελοντές αιμοδότες αιμοδοτούν τακτικά χωρίς να παρουσιασθεί ανάγκη σε γνωστό τους. Έτσι συντηρείται ένας φαύλος κύκλος και το έλειμα σε αίμα παραμένει.
Μόνο αν αυξηθεί το ποσοστό των τακτικών αιμοδοτών θα σταματήσει να συντηρείται η σημερινή ελλειμματική κατάσταση, όπως τονίζει εξάλλου ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και το Συμβούλιο της Ευρώπης.